-
1 κατισχω
Hom. καταΐσχω (= κατέχω См. κατεχω)1) спускаться, сходить2) сдерживать, удерживать (sc. ἵππους Hom.); med. держать при себе(γυναῖκα νέην Hom.)
3) занимать(ὅλον τὸ σμῆνος Arst.)
; pass. быть занятым(οὔτε ποίμνῃσιν καταΐσχεται - sc. ἥ νῆσος - οὔτ΄ ἀρότοισιν Hom.)
4) направлять, вести(νῆα ἐς πατρίδα γαῖαν Hom.)
См. также в других словарях:
κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… … Dictionary of Greek